- χερσονήσιος
- και χερρονήσιος, -ησία, -ον, Α [χερσόνησος / χερρόνησος]1. αυτός που ανήκει ή που μοιάζει με χερσόνησο2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Χερσόνησο τής Θράκης («ὅς τὴν ἀρίστην Χερσονησίαν πλάκα σπείρει», Ευρ.)3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ χερσονήσιοντα έσοδα από τη χερσόνησο, κτήμα τού ιερού τής Δήλου4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Χερσονήσιοι και Χερρονήσιοιοι κάτοικοι διαφόρων πόλεων που έφεραν την ονομασία Χερσόνησος ή Χερρόνησος5. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Χερσονήσιαονομασία γιορτής στη Δήλο.
Dictionary of Greek. 2013.